Οι νυχτερινές βάρδιες όχι μόνο διαταράσσουν τις συνήθειες του ύπνου, αλλά σχετίζονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής και στεφανιαίας νόσου.
Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη, ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που εργάζονταν συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας είχαν αυξημένο κίνδυνο διάγνωσης κολπικής μαρμαρυγής, κατά περίπου 12% σε σύγκριση με τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο κίνδυνος αυτός αυξήθηκε σε 18% για όσους εργάζονταν νυχτερινές βάρδιες για τουλάχιστον 10 χρόνια και σε 22% για όσους είχαν κατά μέσο όρο τρεις έως οκτώ νυχτερινές βάρδιες το μήνα.
Πρόκειται για την πρώτη έρευνα που εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ νυχτερινής εργασίας και την εμφάνιση της νόσου.
Η εργασία σε βάρδιες οδηγεί σε στέρηση ύπνου και διαταραχή του κιρκάδιου ρυθμού, οι οποίες έχουν συσχετιστεί με διάφορες καρδιομεταβολικές διαταραχές, [αλλά] καμία προηγούμενη μελέτη δεν έχει αξιολογήσει τη σχέση με την κολπική μαρμαρυγή
Τα αποτελέσματα δεν προκαλούν έκπληξη, δεδομένου ότι η απώλεια ύπνου και οι σημαντικές διαταραχές του κιρκάδιου ρυθμού με τις συχνές νυχτερινές βάρδιες μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα αδρεναλίνης, που οδηγούν σε αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί η καρδιά.
Οι συσχετίσεις με το εγκεφαλικό επεισόδιο και την καρδιακή ανεπάρκεια
Ωστόσο, όσον αφορά τη συχνότητα, όσοι εργάζονταν κατά μέσο όρο τρεις έως οκτώ νύχτες το μήνα, και όχι περισσότερες από οκτώ νύχτες το μήνα, είχαν τις υψηλότερες πιθανότητες εμφάνισης της νόσου, μια τάση που παρατηρήθηκε επίσης στις συσχετίσεις με τη στεφανιαία νόσο και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η σωματική δραστηριότητα αποδείχθηκε ευεργετική για την πρόληψη της νόσου. Οι εργαζόμενοι σε νυχτερινή βάρδια που ανέφεραν ότι έκαναν 150 λεπτά την εβδομάδα μέτρια σωματική δραστηριότητα ή τουλάχιστον 75 λεπτά έντονης δραστηριότητας (ή συνδυασμό και των δύο), είχαν χαμηλότερο κίνδυνο από τα άτομα που ήταν λιγότερο δραστήρια.