Ακόμη και η ήπια νόσηση από COVID-19 μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλική βλάβη

Με περισσότερους από 18 μήνες πανδημίας οι ερευνητές συγκεντρώνουν σημαντικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις του COVID-19 σωματικά και νοητικά. Τα ευρήματα αυτά εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει ο κορωνοϊός σε βιολογικές διεργασίες, όπως η γήρανση.

Καθώς, όμως, προέκυπταν περισσότερα στοιχεία που έδειχναν ότι η COVID-19 μπορεί να επηρεάσει το σώμα και τον εγκέφαλο αρκετούς μήνες μετά τη μόλυνση, οι έρευνες επικεντρώθηκαν στο πώς μπορεί να επηρεάσει τη φυσική διαδικασία της γήρανσης.

Οι αντιδράσεις του εγκεφάλου στην COVID-19

Τον περασμένο Αύγουστο, μια προκαταρκτική μελέτη που διερευνούσε τις εγκεφαλικές αλλαγές σε άτομα που είχαν νοσήσει από κορωνοϊό τράβηξε μεγάλη προσοχή στην κοινότητα των νευροεπιστημόνων.

Στην εν λόγω μελέτη, οι ερευνητές βασίστηκαν σε μια υπάρχουσα βάση δεδομένων που ονομάζεται UK Biobank, η οποία περιέχει δεδομένα απεικόνισης του εγκεφάλου από πάνω από 45.000 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 2014. Αυτό σημαίνει, ότι υπήρχαν βασικά δεδομένα και απεικονίσεις εγκεφάλου όλων αυτών των ανθρώπων πριν από την έναρξη της πανδημίας.

Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τα δεδομένα εγκεφαλικής απεικόνισης και στη συνέχεια επανέφερε όσους είχαν διαγνωστεί με COVID-19, υποβάλλοντάς τους σε πρόσθετες εγκεφαλικές σαρώσεις. Συνέκριναν τα άτομα που είχαν νοσήσει με COVID-19 με τους συμμετέχοντες που δεν είχαν νοσήσει, αντιστοιχίζοντας προσεκτικά τις ομάδες με βάση την ηλικία, το φύλο, την ημερομηνία της βασικής εξέτασης και την τοποθεσία της μελέτης, καθώς και τους κοινούς παράγοντες κινδύνου για τη νόσο, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση.

Η ομάδα διαπίστωσε αξιοσημείωτες διαφορές στη φαιά ουσία – η οποία αποτελείται από τα κυτταρικά σώματα των νευρώνων που επεξεργάζονται τις πληροφορίες στον εγκέφαλο – μεταξύ εκείνων που είχαν μολυνθεί με COVID-19 και εκείνων που δεν είχαν μολυνθεί. Συγκεκριμένα, το πάχος του ιστού της φαιάς ουσίας στις περιοχές του εγκεφάλου που είναι γνωστές ως μετωπιαίος και κροταφικός λοβός, ήταν μειωμένο στην ομάδα με το COVID-19, διαφέροντας από τα τυπικά μοτίβα που παρατηρήθηκαν στην ομάδα που δεν είχε μολυνθεί με COVID-19.

Στον γενικό πληθυσμό, είναι φυσιολογικό να παρατηρείται κάποια αλλαγή στον όγκο ή το πάχος της φαιάς ουσίας με την πάροδο του χρόνου καθώς οι άνθρωποι γερνούν, αλλά οι αλλαγές ήταν μεγαλύτερες από το φυσιολογικό σε όσους είχαν μολυνθεί με κορωνοϊό.

Είναι ενδιαφέρον ότι, όταν οι ερευνητές διαχώρισαν τα άτομα που είχαν αρκετά νοσήσει σοβαρά ώστε να απαιτηθεί νοσηλεία, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια με εκείνα που είχαν βιώσει ηπιότερα συμπτώματα. Δηλαδή, τα άτομα που είχαν μολυνθεί με COVID-19 παρουσίασαν απώλεια όγκου εγκεφάλου ακόμη και όταν η ασθένεια δεν ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να απαιτηθεί νοσηλεία.

Τέλος, οι ερευνητές διερεύνησαν επίσης τις αλλαγές στις επιδόσεις σε γνωστικά καθήκοντα και διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν προσβληθεί από COVID-19 ήταν πιο αργοί στην επεξεργασία πληροφοριών, σε σχέση με όσους δεν είχαν προσβληθεί.

Τι σημαίνουν αυτές οι αλλαγές στον όγκο του εγκεφάλου;

Στις αρχές της πανδημίας, μία από τις πιο συνηθισμένες αναφορές των ατόμων που είχαν μολυνθεί από COVID-19 ήταν η απώλεια της αίσθησης της γεύσης και της όσφρησης.

Είναι εντυπωσιακό ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που επηρεάστηκαν από τον κορωνοϊό συνδέονται όλες με τον οσφρητικό βολβό, μια δομή κοντά στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου που μεταφέρει σήματα σχετικά με τις οσμές από τη μύτη σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου. Ο οσφρητικός βολβός έχει συνδέσεις με περιοχές του κροταφικού λοβού. Συχνά μιλάμε για τον κροταφικό λοβό στο πλαίσιο της γήρανσης και της νόσου Αλτσχάιμερ, επειδή εκεί βρίσκεται ο ιππόκαμπος. Ο ιππόκαμπος είναι πιθανό να διαδραματίζει βασικό ρόλο στη γήρανση, δεδομένης της συμμετοχής του στη μνήμη και τις γνωστικές διαδικασίες.

Η αίσθηση της όσφρησης είναι επίσης σημαντική για την έρευνα σχετικά με τη νόσο Αλτσχάιμερ, καθώς ορισμένα δεδομένα έχουν δείξει ότι τα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο για τη νόσο έχουν μειωμένη αίσθηση της όσφρησης. Αν και είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των αλλαγών που σχετίζονται με το COVID, η διερεύνηση πιθανών συνδέσεων μεταξύ των αλλαγών στον εγκέφαλο που σχετίζονται με το COVID-19 και τη μνήμη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον – ιδίως δεδομένων των περιοχών που εμπλέκονται και της σημασίας τους στη μνήμη και τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον

Οι έρευνες, προς το παρόν, καταδεικνύουν ότι καθώς οι άνθρωποι γερνούν, ο εγκέφαλος σκέφτεται και επεξεργάζεται τις πληροφορίες διαφορετικά. Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί αλλαγές με την πάροδο του χρόνου στον τρόπο με τον οποίο κινείται το σώμα των ανθρώπων και στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν νέες κινητικές δεξιότητες. Κατά κύριο λόγο, οι ηλικιωμένοι δυσκολεύονται περισσότερο να επεξεργαστούν και να χειριστούν πληροφορίες -όπως π.χ. να θυμηθούν μία λίστα σούπερ μάρκετ- αλλά συνήθως διατηρούν στη μήνμη τους σημαντικά γεγονότα. Όσον αφορά τις κινητικές δεξιότητες, είναι γνωστό ότι οι ηλικιωμένοι ενήλικες εξακολουθούν να μαθαίνουν, αλλά το κάνουν πιο αργά σε σχέση με τους νέους ενήλικες.

Διαβάστε ακόμη

Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις θυμάτων κακοποίησης

Ομιλία του Δημήτρη Παπαδημητριάδη στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επείγουσας Ιατρικής To τραύμα είναι ένα θλιβερό γεγονός στο οποίο ένας άνθρωπος κακοποιείται, κινδυνεύει ή αισθάνεται έντονα…

Σχόλια