Συνέντευξη του Δημήτρη Παπαδημητριάδη

Ποιες είναι οι φοβίες των νέων ομοφυλόφιλων που σκέφτονται να εκδηλωθούν (coming out) στους δικούς τους;

Πρωτίστως ανησυχούν ότι θα απογοητεύσουν τους γονείς τους, ότι εκείνοι δεν θα τους αγαπούν πια, ή ακόμη – ακόμη ότι θα αποσύρρουν όχι μόνο τη συναισθηματική αλλά και την οικονομική τους στήριξη. Είναι εκπληκτικό πόσο βαθιά φωλιάζει αυτή η ανησυχία και πόσο αποτρεπτική γίνεται για την προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου να έχει μια υγιή σχέση με την οικογένειά του, στην οποία θα μπορεί να μοιράζεται με ουσιαστικό τρόπο τις χαρές και τις λύπες του.

Απαντώ πολύ συχνά στη δουλειά μου την ολότελα παράδοξη αντίληψη ότι “ειδικά οι δικοί μου γονείς θα το πάρουν χειρότερα από κάθε άλλο γονιό στο σύμπαν… θα αρρωστήσουν, ή θα απομακρυνθούν” και συχνά διερωτώμαι αν τελικά ούτε οι ίδιοι οι νέοι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν ότι γνωρίζουν καλά τους γονείς τους, όπως υποθέτουν ότι οι γονείς τους δε γνωρίζουν τους ίδιους. Ασφαλώς, πρόκειται για μία υπερεκτιμημένη φοβία γιατί στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειονότητα των οικογενειών μεταβολίζει τα δεδομένα σωστά – έστω και με λίγη καθυστέρηση – και προσαρμόζεται καλά στην αλήθεια.

Την ιδια στιγμή, ανησυχούν ότι θα απορριφθούν από τους ετεροφυλόφιλους φίλους τους, ότι θα γίνουν αντικείμενο ευρύτερου σχολιασμού στα κοινωνικά τους σύνολα, ότι θα ανήκουν και επίσημα σε μία μειονότητα, ότι θα στιγματιστούν ως “μη φυσιολογικοί”, κ.ο.κ. Ακόμη, φοβούνται ότι θα ζήσουν μια μοναχική ζωή, χωρίς σταθερή συντροφικότητα, ή τουλάχιστον ανησυχούν ότι αυτό θα απασχολήσει τις οικογένειές τους, επηρεασμένοι από τα πρότυπα σεξουαλικής ελευθεριότητας που για κάποιο λόγο έχουν ταυτιστεί με τις διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις.

Για ποιο λόγο οι γονείς, με το που μαθαίνουν για τη σεξουαλικότητα των παιδιών τους, θεωρούν ότι χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη;

Οι ετεροφυλόφιλοι γονείς στην Ελλάδα δεν έχουν ενημέρωση. Επομένως, θα μου επιτρέψετε να σας απαντήσω ότι σε πρώτο στάδιο οι γονείς αντιμετωπίζουν την είδηση με αρκετή αμηχανία και ότι αυτό είναι εντελώς αναμενόμενο και φυσιολογικό – ιδιαίτερα αν η αποκάλυψη έρχεται σε πιο προχωρημένες ηλικίες των παιδιών τους -. Στην αρχή, λοιπόν, υπάρχει συχνά η αυτόματη σκέψη στους γονείς να διερευνήσουν με τη βοήθεια ειδικών τη “βασιμότητα” της είδησης, καθώς η ίδια η κοινωνία στη χώρα μας επιμένει να “ψυχιατρικοποιεί” τη σεξουαλική ταυτότητα, ενάντια στη θέση της επιστήμης μας.

Από την άλλη, όμως, οι γονείς αισθάνονται τη ματαίωση των προσδοκιών τους για το παιδί τους, που ισοδυναμεί μ’ ένα μικρό πένθος στο οποίο η ψυχολογική υποστήριξη μπορεί να προσφέρει αρκετή ανακούφιση. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας μπορούν, πράγματι, να είναι χρήσιμοι στην κατεύθυνση της υποστήριξης των γονέων και των οικείων προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τις περιστάσεις του παιδιού. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν εκείνους τους νέους που υποφέρουν με έντονο άγχος για τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.

Πιστεύετε ότι είναι δυσκολότερο για τους ίδιους τους ή για τους γονείς τους να αποδεχθούν τη διαφορετική σεξουαλικότητα;

Με αφορμή στην ερώτησή σας, οφείλω σε αυτό το σημείο να σας υπογραμμίσω ότι υπάρχει μία ακόμη σημαντική παράμετρος που χρειάζεται να έχουμε κατα νου όταν αναφερόμαστε στην ψυχική υγεία των ανθρώπων με διαφορετική σεξουαλικότητα. Στη διάρκεια της ζωής τους, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα έχουν να αντεπεξέλθουν στην εχθρότητα ή την απόρριψη του περιβάλλοντος, στο σχολικό εκφοβισμό, στο διωγμό των θρησκευτικών οργανισμών, στον κίνδυνο της βίας σε δημόσιους χώρους, στην παρενόχληση από γνωστούς και αγνώστους και στις διακρίσεις στην εργασία. Χρειάζεται να μεταβολίζουν καθημερινά τα περιστασιακά ομοφοβικά σχόλια και τα αρνητικά στερεότυπα που προβάλλονται από τα ΜΜΕ είτε ευθέως, είτε έμμεσα, καθώς και τις αδόκιμες τοποθετήσεις δογματικών, μη ειδικών αλλά ενίοτε επιδραστικών, ανθρώπων που συχνά – πυκνά αναφέρονται στη διαφορετικότητα με όρους ηθικής εκτροπής ή, ακόμη χειρότερα, ασθένειας.

Όλες αυτές οι τραυματικές εμπειρίες, ή ο φόβος για το φόβο που συσσωρεύεται στο χρόνο, οδηγούν δυνητικά σε σημαντικές εσωτερικές συγκρούσεις – ήδη από την πιο ευαίσθητη ηλικία – και δυσχεραίνουν την αποδοχή του φυσικού προσανατολισμού, ενίοτε μέχρι την άρνηση ή τη διπλή ζωή για πολλά χρόνια, με ολέθρια αποτελέσματα. Επιπρόσθετοι ψυχολογικοί, κοινωνικοί ή βιολογικοί παράγοντες όπως η ηλικία, η θρησκευτική πίστη, η εθνικότητα, αλλά και η συννοσηρότητα με προβλήματα της υγείας – όπως ένα νόσημα, ή ακόμη-ακόμη ο HIV -, περιπλέκουν περαιτέρω τη συναισθηματική υγεία.

12% των λεσβιών και 11% των ομοφυλόφιλων προσέρχονται στους ειδικούς με διαταραχές της ψυχικής υγείας, σε σύγκριση με το 6% των ετεροφυλόφιλων γυναικών και το 5% των ετεροφυλόφιλων ανδρών. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα αμφισεξουαλικά άτομα είναι 19% στις γυναίκες και 15% στους άνδρες – ενώ αποκλίνουν ακόμη περισσότερο για τα τρανσεξουαλικά, κουήρ και ίντερσεξ άτομα. Μόλις 37% των ΛΟΑΤΚΙ νέων ανθρώπων αναφέρουν ότι νιώθουν ευτυχισμένοι, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στους ετεροφυλόφιλους νέους είναι 67%, και είναι κατά δύο έως τρεις φορές περισσότερο πιθανό ότι θα αποπειραθούν να αυτοκτονήσουν. Ομοίως, η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ψυχοδραστικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των ηρεμιστικών φαρμάκων, είναι διπλάσια σε σύγκριση με τον ετεροφυλόφιλο πληθυσμό.

Επομένως, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, αισθάνομαι ότι η αποδοχή της σεξουαλικότητας είναι – αδίκως και δυστυχώς – μία δύσκολη και συχνά επώδυνη διαδικασία και για τους δύο, δηλαδή για την οικογένεια και για τους νέους, τόσο για παρόμοιους όσο και για διαφορετικούς λόγους.

Πότε θεωρείτε πως είναι η κατάλληλη στιγμή για ένα παιδί για να αποκαλύψει τη σεξουαλικότητά του στους γονείς του;

Το συντομότερο δυνατόν. Όσο πιο μικρή η ηλικία, τόσο καλύτερη είναι η προσαρμογή όλων των μερών και τόσο πιο κανονικές και πλήρεις οι μεταξύ τους σχέσεις. Σ’ έναν ιδανικό κόσμο – ίσως κάποτε στο μέλλον -, οι γονείς θα ρωτούν τα παιδιά τους στην αρχή της εφηβείας αν αισθάνονται μεγαλύτερη έλξη για το άλλο φύλο, ή για το ίδιο φύλο, με απολύτως ισότιμο τρόπο, ώστε αυτό το αναίτια τεράστιο φορτίο να φεύγει γρήγορα από τις πλάτες όλων.

Ευτυχώς, οι έρευνες καταδεικνύουν ότι με την πρόοδο στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ηλικίες στις οποίες ένας νέος αισθάνεται την ασφάλεια να κάνει coming-out μειώνονται χρόνο με το χρόνο. Το 1991 η μέση ηλικία coming-out ήταν τα 25 έτη ενώ στη δική μας δεκαετία είναι τα 16 έτη.

Τι συμβουλή θα δίνατε στους γκέι που θέλουν να κάνουν coming out και στους γονείς που προσπαθούν να αποδεχθούν τα παιδιά τους;

Νομίζω ότι η σημαντικότερη παρότρυνση που μπορούμε να απευθύνουμε οι ειδικοί στους ΛΟΑΤΚΙ συνανθρώπους μας είναι η αποδοχή του φυσικού προσανατολισμού τους – η συμφιλίωση με αυτό το δεδομένο και η “αποκάλυψη” στο περιβάλλον το συντομότερο δυνατόν, σε αντιδιαστολή με την απόκρυψη και την εσωστρέφεια, που μόνο δηλητηριάζουν το συναίσθημα και μεγεθύνουν το στρες -.

Όλες οι μελέτες καταδεικνύουν ότι ο βαθμός αποδοχής είναι ευθέως ανάλογος με την ποιότητα της ζωής και το επίπεδο της ψυχικής υγείας. Οι μεν νέοι να γνωρίζουν ότι το coming-out είναι μια διαρκής διαδικασία που θα συνεχιστεί με διάφορες προκλήσεις εδώ κι εκεί, εφόρου ζωής και ότι χρειάζεται ψυχραιμία, υπομονή και κατανόηση για όλους εκείνους που λόγω άγνοιας και στερεότυπων είναι επιφυλακτικοί. Οι δε γονείς να γνωρίζουν ότι τα παιδιά τους χρειάζονται την φροντίδα τους και ότι μπορούν να είναι πολύ ευτυχισμένα και επιτυχημένα όταν οι ίδιοι αποτελούν σταθερούς παρόχους αγάπης και έγκρισης. Και τέλος, να γνωρίζουν και οι δύο ότι η σεξουαλική ταυτότητα δεν καθορίζει το σύνολο της ύπαρξής μας.